- πυραίθουσα
- πῠραίθουσα, ἡ,A furnace, dub. in Hom.Epigr.14.11.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
πυραίθουσα — ἡ, Α κάμινος, θερμάστρα ή, πιθανώς, κλίβανος, φούρνος. [ΕΤΥΜΟΛ. < πῦρ + αἴθουσα, θηλ. τής μτχ. τού ρ. αἴθω «καίω»] … Dictionary of Greek
πυραίθουσαν — πυραίθουσα furnace fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)